- λιπαρόθρονος
- λιπαρόθρονος, -ον (Α)αυτός που έχει λαμπρό θρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + θρόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπαρόθρονον — λιπαρόθρονος bright throned masc/fem acc sg λιπαρόθρονος bright throned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαροθρόνοισιν — λιπαρόθρονος bright throned masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαροθρόνους — λιπαρόθρονος bright throned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρόθρονε — λιπαρόθρονος bright throned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek